ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΟΡΩΝ

Τα γλωσσάρια όρων ή σχέσεων περιέχουν τους όρους και τις σχέσεις που έχουν προσφέρει μέχρι τώρα τα πρόσωπα και οι πηγές που έχουν καταγραφεί. Η κατά διαστήματα ανανέωση της ΒΔ με νέο περιεχόμενο προσώπων και πηγών, θα προσφέρει αυτόματα νέα γλωσσάρια εμπλουτισμένα και αυτά με τυχόν νέους όρους ή σχέσεις.

1. ΠΡΟΣΩΠΟ – ΦΥΛΟ

Άλλο
Άγνωστο
Άνδρας
Γυναίκα
Οικογένεια

2. ΠΡΟΣΩΠΟ – ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Άγνωστη
Άλλη
Εβραϊκή
Ελληνική
Ελληνολατινική
Λατινική

3. ΠΡΟΣΩΠΟ – ΓΕΝΟΣ

Armeniensis
Catellanus
Cumanus
Saracenus
Turcus

4. ΠΡΟΣΩΠΟ - ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Πρόκειται για τόπους προέλευσης εκτός Κρήτης. Εξαίρεση αποτελεί ο χαρακτηρισμός «από την Κρήτη» (de Creta) ή «από τον Χάνδακα» (de Candida) (προσδιορισμός που συχνά σημαίνει επίσης γενικά από την Κρήτη).
Accon: Άκρα, Ισραήλ (σημ. Akko)
Alessandria: Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος
Andre: Άνδρος (;)
Anea: Άναια Μικράς Ασίας, Τουρκία (σημ. Anya, νότια της Νέας Εφέσου)
Arimino: Ρίμινι (Rimini), Ιταλία
Barcelona: Βαρκελώνη, Ισπανία
Barcola: Barcola, Τεργέστη, Ιταλία
Brundizo: Μπρίντιζι (Brindisi), Ιταλία
Caifas: Καφάς, Κριμαία, Ρωσία (σημ. Feodosia)
Calamata: Καλαμάτα, Ελλάδα
Calimno: Κάλυμνος, Ελλάδα
Campagnia: Καμπανία (Campania), Ιταλία
Candida: Χάνδακας (σημ. Ηράκλειο Κρήτης) ή Κρήτη
Caprulae: Κάορλε (Caorle), Ιταλία
Carpatho: Κάρπαθος, Ελλάδα
Catania: Κατάνια (Catania), Ιταλία
Chio: Χίος, Ελλάδα
Clugia: Κιότζια (Chioggia), Ιταλία
Constantinopolis: Κωνσταντινούπολη, Τουρκία
Corono: Κορώνη, Ελλάδα
Corphu: Κέρκυρα, Ελλάδα
Crema: Κρέμα (Crema), Ιταλία
Creta; Κρήτη, Ελλάδα
extraneus: ξένος (εκτός Κρήτης)
Gallina: Gallina Σιένας, Ιταλία
Iadera: Ζάρα, Κροατία (σημ. Zadar)
Ianua: Γένοβα (Genova), Ιταλία
Ierusalem: Ιερουσαλήμ, Ισραήλ
Insula: Lesina, Ίστρια, Κροατία (σημ. Hvar)
Macrea: Μάκρη Μικράς Ασίας, Τουρκία (σημ. Fethiye)
Maiorica: Μαγιόρκα, Ισπανία
Mexina: Μεσσήνη Σικελίας, Ιταλία
Milo: Μήλος, Ελλάδα
Monovasia: Μονεμβασία, Ελλάδα
Morea: Μοριάς, Ελλάδα
Namphio: Ανάφη, Ελλάδα
Nigroponte: Εύβοια, Ελλάδα
Nixea: Νάξος, Ελλάδα
Ovederzo: Oderzo, Treviso, Ιταλία
Padua: Πάδοβα, Ιταλία
Panzanno: Ponzano, Βένετο, Ιταλία
Pellestrina: Pellestrina, Βενετία, Ιταλία
Philadelfia: Φιλαδέλφεια Μικράς Ασίας, Τουρκία (σημ. Alasehir)
Pisa: Πίζα, Ιταλία
Portu Liniagu: Legnago, Βερόνα, Ιταλία
Pupilia
Ragusa: Ραγούζα, Κροατία (σημ Ντουμπρόβνικ)
Rodi: Ρόδος, Ελλάδα
Romania: Ρωμανία
Salonichi: Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Samo:: Σέριφος, Ελλάδα
Sancta Herini: Σαντορίνη, Ελλάδα
Saragosa: Συρακούσες, Σικελία, Ιταλία
Satalia: Αττάλεια, Μικράς Ασίας, Τουρκία
Serfine: Σέριφος, Ελλάδα
Sico
Sifano: Σίφνος, Ελλάδα
Stimpalia: Αστυπάλαια, Ελλάδα
Tervisio: Τρεβίζο (Treviso), Ιταλία
Theologo: [Άγιος] Θεολόγος Μικράς Ασίας, Τουρκία (σημ. Selçuk/Ayasoluk)
Tine: Τήνος, Ελλάδα
Valencia: Βαλένθια, Ισπανία
Veneciae: Βενετία, Ιταλία
Verona: Βερόνα, Ιταλία
Zea: Κέα, Ελλάδα

5. ΠΡΟΣΩΠΟ – ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άγνωστο
Απελεύθερος: βιλάνος ή σκλάβος που έχει απελευθερωθεί (μεταβατικό στάδιο που χαρακτηρίζει συνήθως την πρώτη γενιά απελευθερωμένων)
Ελεύθερος: πρόσωπο χωρίς εξάρτηση από άλλο πρόσωπο ή θεσμό
Εξαρτημένος: πρόσωπο εξαρτημένο από άλλο πρόσωπο ή θεσμό

6. ΠΡΟΣΩΠΟ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Archon/Άρχων: Πρόσωπο ελληνικής καταγωγής με άτυπη τοπική «ευγένεια» που ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια. Μόνο όταν αυτό δηλώνεται ως τίτλος.
Archondopulo/Αρχοντόπουλος: Πρόσωπο ελληνικής καταγωγής με άτυπη τοπική «ευγένεια» που ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια. Μόνο όταν αυτό δηλώνεται ως τίτλος.
Burgensis: Πρόσωπο που κατοικεί στην πόλη, κατά κανόνα κατέχει αστικό ακίνητο, ενώ μπορεί να ασχολείται συστηματικά με το εμπόριο. Ο χαρακτηρισμός καταχωρίζεται μόνο όταν δηλώνεται άμεσα στην πηγή.
Clericus: Ιερωμένος ανεξάρτητα δόγματος και θέσης που κατέχει στην εκκλησιαστική ιεραρχία.
Feudatarius/ria: Κάτοχος εφ’ όρου ζωής και με δικαίωμα κληροδότησης φέουδου κάθε μεγέθους, το οποίο έχει παραλάβει από το βενετικό κράτος.
Francus: Απελεύθερος βιλάνος ή σκλάβος, όταν αυτό δηλώνεται άμεσα ή συνάγεται με σαφήνεια. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης ορισμένες φορές για να δηλώσει και τον ελεύθερο αγρότη γενικότερα.
Miles: Κάτοχος ενός φέουδου έκτασης μιας «καβαλαρίας» (cavallaria). Μόνο όταν δηλώνεται ως ιδιότητα.
Monacus/ca: Μοναχός ανεξάρτητα δόγματος.
Nobilis: Πρόσωπο που φέρει τον «άτυπο» κατά τον 13ο αιώνα τίτλο του ευγενή. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα και φεουδάρχης.
Officialis: Οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει έμμισθο, μόνιμο ή με θητεία, κρατικό αξίωμα ανεξάρτητα ιεραρχίας.
Officialis Ecclesie: Οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει έμμισθο ή άμισθο, μόνιμο ή με θητεία, εκκλησιαστικό αξίωμα ανεξάρτητα ιεραρχίας.
Pedes: Κάτοχος ενός φέουδου έκτασης μιας «σερβενταρίας» (serventaria). Μόνο όταν δηλώνεται ως ιδιότητα.
Sclavus: Ο σκλάβος, μόνο όταν δηλώνεται.
Serviens: Πρόσωπο που παρέχει στρατιωτική υπηρεσία για ένα φέουδο ως μισθωτός και έναντι του φεουδάρχη.
Villanus: Πρόσωπο εξαρτημένο από άλλο πρόσωπο ή θεσμό. Ανάλογα με την εξάρτησή τους, οι βιλάνοι κατηγοριοποιούνται επιπλέον όπως παρακάτω.
Villanus agrafus: Πρόσωπο εξαρτημένο, το οποίο προσωρινά δεν ανήκει σε φέουδο ή σε φεουδάρχη μέχρι την παραχώρησή του.
Villanus comunis: Πρόσωπο εξαρτημένο, το οποίο ανήκει στο κράτος και είτε παραχωρείται σε φεουδάρχη ή θεσμό είτε εργάζεται και είναι δεμένο με κρατικές γαίες.
Villanus Ecclesie: Πρόσωπο εξαρτημένο, το οποίο ανήκει στην Εκκλησία (αρχιεπισκοπή ή επισκοπή) και εργάζεται και είναι δεμένο με εκκλησιαστικές γαίες.
Villanus extra feudum: Πρόσωπο εξαρτημένο, το οποίο δεν ανήκει στο φέουδο, αλλά στον φεουδάρχη, ο οποίος μπορεί να το διαθέσει και χρησιμοποιήσει όπως θέλει.
Villanus feudi: Πρόσωπο εξαρτημένο, το οποίο είναι δεμένο με τη γη και ανήκει σε ένα φέουδο, ανεξάρτητα από τον ιδιοκτήτη του.
Villanus monasterii: Πρόσωπο εξαρτημένο, το οποίο ανήκει σε μοναστήρι και εργάζεται στις γαίες του.
Επαγγελματίας/professional: Πρόσωπο αυτοαπασχολούμενο ή έμμισθο (εκτός του κρατικού μηχανισμού), κατά κανόνα σε αστικό αλλά και σε αγροτικό περιβάλλον, και το οποίο δηλώνει συγκεκριμένη ιδιότητα ως επαγγελματίας.
Επιχειρηματίας/entrepreneur:Πρόσωπο, το οποίο δεν αυτοπροσδιορίζεται ή δεν προσδιορίζεται ως τέτοιο, αλλά με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν οι πηγές, αποδεικνύεται ότι ασχολείται συστηματικά (και όχι περιπτωσιακά) με εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (εμπορικές συναλλαγές, επενδύσεις κάθε είδους, χρηματοδοτήσεις για εμπορική δραστηριότητα, δανειοδοτήσεις, πλοιοκτησία και άλλα) και δεν εντάσσεται στην κατηγορία των επαγγελματιών, κάποιοι από τους οποίους θα μπορούσαν να θεωρηθούν επίσης επιχειρηματίες. Στην κοινωνική αυτή ομάδα συμπεριλαμβάνεται και ο έμπορος, πρόσωπο δηλαδή που ασχολείται με κάθε μορφή εμπορίου (θαλάσσιου ή χερσαίου, τοπικού ή υπερτοπικού, λιανικού ή χονδρικού, μικρού ή μεγάλου όγκου) με διάφορους ρόλους. Στην κοινωνική αυτή ομάδα συγκαταλέγονται και οι πλοιοκτήτες και καπετάνιοι, οι οποίοι είχαν ενεργό ρόλο στην διεξαγωγή του εμπορίου, όχι μόνο έμμεσα αλλά και άμεσα. Κάθε ειδικός ρόλος όλων των παραπάνω, ο οποίος δηλώνεται ρητά στην πηγή, αποτυπώνεται στο πεδίο «Απασχόληση».

7. ΠΡΟΣΩΠΟ - ΤΙΤΛΟΣ

Civis cretensis
Comes Arbensis
De domo maiori
Discretus vir
Domina/dona
Dominus
Egregius dominus
Frater
Magister
Magnificus dominus
Miles
Miser
Nobilis mulier
Nobilis vir
Notarius grecus
Notarius palatinus
Notarius publicus
Notarius venetus
Pater
Preclarus dominus
Providus vir
Reverendus pater
Reverendus vir
Sapiens vir
Ser
Venerabilis frater
Venerabilis pater
Venerabilis vir

8. ΠΡΟΣΩΠΟ - ΑΞΙΩΜΑ

Abbas: Ηγούμενος (συνήθως, αλλά όχι μόνο, ορθόδοξων μονών).
Admiratus Candide: Λιμενάρχης Χάνδακα.
Admiratus Chanee:Λιμενάρχης Χανίων.
Advocator Candide/Crete: Δικηγόρος του δημοσίου, δημόσιος κατήγορος.
Ambaxator: Πρεσβευτής.
Anzianus comunis: Τίτλος (;) μελών του Συμβουλίου της Γερουσίας Κρήτης.
Archidiaconus: Αρχιδιάκονος.
Archiepiscopus Crete: Αρχιεπίσκοπος Κρήτης (Λατίνος).
Bullator pani: Ελεγκτής ψωμιού.
Caloierus: Μοναχός (ορθόδοξος).
Camerarius Chanee: Ταμίας (προϊστάμενος δημόσιου ταμείου) Χανίων.
Camerarius Crete: Ταμίας (προϊστάμενος δημόσιου ταμείου) Κρήτης (Χάνδακας).
Camerarius Rethimi: Ταμίας (προϊστάμενος δημόσιου ταμείου) Ρεθύμνου.
Cancellarius: Καγκελάριος (επικεφαλής γραμματείας).
Cancellarius Chanee: Καγκελάριος Χανίων (επικεφαλής της γραμματείας του ρέκτορα).
Cancellarius Crete: Καγκελάριος Κρήτης (επικεφαλής της δουκικής γραμματείας στον Χάνδακα).
Cancellarius Sithie: Καγκελάριος της τοπικής γραμματείας του κάστρου Σητείας υπό τον ρέκτορα Σητείας.
Canonicus: «Κανονικός», ιερέας μέλος του κλήρου λατινικού καθεδρικού ή ενοριακού ναού.
Cantor cretensis: Ιερωμένος αρχιψάλτης λατινικής εκκλησίας και κατά κανόνα επικεφαλής της χορωδίας όπου υπήρχε.
Capellanus: Ιερέας (καθολικός) παρεκκλησίου.
Capellanus maior: Αρχιερέας (καθολικός) παρεκκλησίου.
Capitaneus: Στρατιωτικός αξιωματούχος με διάφορα καθήκοντα.
Capitaneus de nocte: Επικεφαλής αξιωματούχος της αστυνομικής υπηρεσίας.
Capitaneus galearum: Επικεφαλής αξιωματούχος πολεμικού στόλου της Βενετίας, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε νηοπομπές με γεωγραφικά όρια, όπως ήταν για παράδειγμα ο «στόλος της Ρωμανίας».
Capitaneus galee: Καπετάνιος εμπορικής γαλέρας.
Caput et divisor: Επικεφαλής της κατανομής των φέουδων σε όσους είχαν συμμετάσχει στους βενετικούς αποικισμούς της Κρήτης.
Castellanus: Καστελάνος (στρατιωτικός και διοικητικός επικεφαλής του κάστρου και της περιφέρειάς του).
Castellanus Corone: Καστελάνος Κορώνης (ανώτατος αξιωματούχος της αποικίας).
Clericus: Κληρικός/ιερέας (καθολικός).
Comerclarius: Υπεύθυνος αξιωματούχος για την επιβολή και την είσπραξη εμπορικών δασμών.
Consiliarius Chanee: Σύμβουλος Χανίων.
Consiliarius Crete: Σύμβουλος Κρήτης (Χάνδακας).
Consiliarius Rethimi: Σύμβουλος Ρεθύμνου.
Consilium maius: Μεγάλο Συμβούλιο Κρήτης.
Custos: Φρουρός σε διάφορες κρατικές θέσεις στον αστικό κυρίως χώρο, φύλακας ζώων ή άλλων αγαθών στον αγροτικό χώρο.
Custos porte maris Candide: Φρουρός της πύλης της θάλασσας του Χάνδακα.
Decanus: Αξίωμα κληρικού στην ιεραρχία μιας εκκλησίας με συγκεκριμένα καθήκοντα.
Diaconus: Διάκονος.
Dominus de nocte: Αξιωματούχος της αστυνομικής υπηρεσίας με έδρα την πρωτεύουσα κάθε διαμερίσματος της Κρήτης.
Duca Crete: Δούκας Κρήτης.
Episcopus: Επίσκοπος (Λατίνος).
Extimator: Εκτιμητής.
Gastaldus: Κλητήρας σε υπηρεσία του δημοσίου.
Gastaldus ripariorum: Κλητήρας στην υπηρεσία των υπεύθυνων ελεγκτών του λιμανιού και των ακτών.
Guardianus: Φύλακας.
Iconomus monasterii: Οικονόμος (οικονομικός διαχειριστής) μοναστηριού.
Inquisitor: Ανακριτής.
Iudex: Δικαστής του δουκικού δικαστηρίου του Χάνδακα.
Iudex arbitrarius: Δικαστικός διαιτητής. Ορίζεται με ιδιωτική συμφωνία μεταξύ αντιδίκων, οι οποίοι δεσμεύονται να αποδεχτούν την πρόταση του για την επίλυση της διαφοράς τους.
Iudex prosopii: Δικαστής μέλος του δικαστικού σώματος που έκρινε υποθέσεις ιδιωτικού αστικού δικαίου και ειδικά κτηματικών διαφορών, στις οποίες εμπλέκονταν Έλληνες και Εβραίοι, αλλά και Λατίνοι.
Iudex proprii: Δικαστής μέλος του δικαστικού σώματος που έκρινε υποθέσεις ιδιωτικού αστικού δικαίου (κτηματικές διαφορές, προικοδοτήσεις, πρόστιμα κ.α.).
Iustitiarius: Αξιωματούχος της αγορανομικής υπηρεσίας με έδρα την πρωτεύουσα κάθε διαμερίσματος της Κρήτης.
Legatus: Αντιπρόσωπος κρατικού ή εκκλησιαστικού αξιωματούχου.
Medicus: Γιατρός έμμισθος στην υπηρεσία αξιωματούχου ή μελών τοπικού συμβουλίου.
Mensurator: Κρατικός υπάλληλος, εκτιμητής βάρους και όγκου προϊόντων με βάση τα επίσημα μέτρα και σταθμά.
Messeta: Υπεύθυνος υπάλληλος για την είσπραξη της messetaria ή misseteria, του δασμού δηλαδή που βάραινε κάθε εμπορική συναλλαγή.
Miles: Κάτοχος ενός μεγάλου φέουδου (καβαλαρία) και μέλος του φεουδαρχικού στρατού με τον αντίστοιχο στρατιωτικό εξοπλισμό.
Ministerialis curie cretensis: Υπάλληλος (;) γενικά της κεντρικής δουκικής γραμματείας του Χάνδακα.
Notarius castri: Συμβολαιογράφος στην υπηρεσία του καστελάνου.
Notarius curie (palacii) Candide: Συμβολαιογράφος της κεντρικής δουκικής γραμματείας του Χάνδακα.
Notarius iudicatus proprii: Συμβολαιογράφος στην υπηρεσία των δικαστών proprii.
Notarius iusticiariorum: Συμβολαιογράφος στην υπηρεσία των αγορανόμων του Χάνδακα.
Nuncius: Θεσμικός απεσταλμένος.
Officialis catasticorum: Υπάλληλος στην υπηρεσία κτηματολογίων.
Officialis salis: Υπάλληλος στην υπηρεσία ελέγχου της παραγωγής και εμπορίας του αλατιού.
Papas: Παπάς/ιερέας (ορθόδοξος).
Partitor comunis: Δημόσιος κατανεμητής για την επίλυση κτηματικών διαφορών.
Patriarcha Constantinopolis: Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (Λατίνος).
Pesator: Ζυγιστής, υπάλληλος της υπηρεσίας (statera comunis) υπεύθυνης για τα μέτρα και τα σταθμά, καθώς και του επίσημου ζυγίσματος των προϊόντων. Plebanus: Ιερέας λατινικής ενοριακής εκκλησίας.
Ponderator farine: Ζυγιστής αλευριού.
Portolanus porte maioris Candide / portarius ad portam magnam Candide: Υπεύθυνος υπάλληλος για το κλείσιμο και το άνοιγμα της κεντρικής πύλης των τειχών της πόλης του Χάνδακα.
Prebendarius: «Κανονικός» ιερέας που του έχει παραχωρηθεί το εισόδημα (prebenda) από την εκμετάλλευση συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας που ανήκει στη λατινική Εκκλησία (αστική εκκλησία με περιουσιακά στοιχεία, αγροτική γη και χωριά κλπ.).
Preco (curie cretensis): Κήρυκας της δουκικής γραμματείας του Χάνδακα.
Prepositus: Ανώτερος, ιερωμένος ή λαϊκός, εκκλησιαστικός αξιωματούχος της λατινικής Εκκλησίας, ιεραρχικά αμέσως μετά από έναν ανώτατο αξιωματούχο, όπως αρχιεπίσκοπο, επίσκοπο ή ηγούμενο μονής, και τον οποίο αντικαθιστά όταν απουσιάζει ή η θέση του είναι κενή.
Presbiter: Ιερέας (Λατίνος και σπάνια ορθόδοξος).
Primicerius Sancti Marci: Αρχιερέας του δουκικού παρεκκλησίου του Αγίου Μάρκου στον Χάνδακα.
Prior/Priora: Hγούμενος / ηγουμένη (καθολικών μονών).
Protopapas: Πρωτοπαπάς (διορισμένος από τη Βενετία επικεφαλής των ορθόδοξων ιερέων της Κρήτης).
Protopsalti: Πρωτοψάλτης (διορισμένος από τη Βενετία βοηθός του πρωτοπαπά)
Rector Candide/Crete: Ρέκτορας Κρήτης (Χάνδακας). Πρόκειται για τίτλο που φέρει ένας από του συμβούλους του δούκα Κρήτης, κατά την περίοδο που τον αντικαθιστά λόγω απουσίας ή αδυναμίας άσκησης καθηκόντων.
Rector Chanee: Ρέκτορας Χανίων.
Rector Rethimi: Ρέκτορας Ρεθύμνου.
Riparius/Riparius curie cretensis: Υπάλληλος υπεύθυνος για τον έλεγχο των αφίξεων σκαφών σε ένα λιμάνι και τους μικρούς όρμους κοντά σε αυτό.
Rogatus: Μέλος του συμβουλίου της Γερουσίας Κρήτης (Χάνδακας).
Sacerdos:«Ιερέας» (Εβραίος).
Sapiens: «Σοφός», μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου ή της Γερουσίας, ο οποίος εκλέγεται μέλος ειδικής επιτροπής για γνωμοδότηση και εισαγωγή θέματος προς συζήτηση στο σχετικό σώμα.
Scriba camere: Γραφέας στην υπηρεσία του δημόσιου ταμείου.
Scriba castri: Γραφέας στην υπηρεσία του καστελάνου.
Scriba comercli et messetarie: Γραφέας στην οικονομική υπηρεσία αρμόδια για την επιβολή και είσπραξη δασμών στο εμπόριο προϊόντων
Scriba curie (palacii) Candide: Γραφέας συμβολαιογράφος στην κεντρική δουκική γραμματεία του Χάνδακα.
Scriba curie vicarii: Γραφέας του εκπροσώπου του λατίνου αρχιεπίσκοπου Κρήτης.
Scriba dominorum de nocte: Γραφέας στην υπηρεσία της αστυνομίας.
Scriba et ponderator farine comunis: Γραφέας στην υπηρεσία ελέγχου και διακίνησης του κρατικού αλευριού.
Scriba iusticie: Γραφέας στην υπηρεσία του δουκικού δικαστηρίου.
Scriba presopii: Γραφέας της υπηρεσίας των δικαστών proprii.
Scriba quinque de pace: Γραφέας της υπηρεσίας των «ειρηνοδικών», των δικαστών δηλαδή που εκδίκαζαν διενέξεις χωρίς φόνο.
Scriba/scribanus: Γραφέας.
Sindicus: Εκπρόσωπος απεσταλμένος με ειδικό σκοπό εκ μέρους του κράτους, της Εκκλησίας ή συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με τον ρόλο του πρεσβευτή (ambaxator).
Subdiaconus: Υποδιάκονος.
Superstes portus Candide: Προϊστάμενος του λιμανιού του Χάνδακα.
Thesaurarius: Θησαυροφύλακας, ταμίας μονής.
Vicarius: «Εκπρόσωπος», ο οποίος αντικαθιστούσε τον εκκλησιαστικό αξιωματούχο, συνήθως αρχιεπίσκοπο ή επισκόπους ή ακόμη και τον λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, σε περίπτωση απουσίας ή αδυναμίας εκτέλεσης καθηκόντων.
Vicarius generalis: «Γενικός εκπρόσωπος», ο οποίος αντικαθιστούσε τον εκκλησιαστικό αξιωματούχο, συνήθως τον αρχιεπίσκοπο, σε περίπτωση που η θέση του ήταν κενή.

9. ΠΡΟΣΩΠΟ - ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Με τον όρο «απασχόληση» εννοείται κάθε είδους επαγγελματική ιδιότητα, η οποία δηλώνεται άμεσα από ένα πρόσωπο ή προκύπτει έμμεσα, και με την οποία το πρόσωπο αυτό ασχολείται επαγγελματικά. Επειδή η ιδιότητα αυτή δεν ήταν πάντοτε πλήρους αλλά συχνά μερικής απασχόλησης, ένα πρόσωπο ενδέχεται να διαθέτει πάνω από μία τέτοια ιδιότητα.
Advocator: δικηγόρος
Aurifex: χρυσοχόος
Barberius: κουρέας
Barcarius: ιδιοκτήτης μικρού σκάφους ή και ο καπετάνιος του
Bastasius: αχθοφόρος
Becarius: κρεοπώλης
Bordonarius: ημιονηγός
Butiglarius: βαρελοποιός
Calafatus: καλαφάτης
Calderarius: χαλκουργός, καζανάς
Caligarius / calegarius: υποδηματοποιός
Caniparius: αποθηκάριος υπεύθυνος για τις αποθήκες μεγάλων κατοικιών ή μοναστηριών, ή ιδιοκτήτης ή/και διαχειριστής οιναποθήκης
Capellarius: κατασκευαστής καπέλων
Capitaneus: καπετάνιος σκάφους
Caretarius: οδηγός αμαξών και κάρων (καροτσέρης)
Casarolus: πωλητής τυριών
Cassellarius: κατασκευαστής κασελών
Cerdo: βυρσοδέψης
Cimator: κόπτης και ραφιναριστής υφασμάτων
Corizarius: κατασκευαστής θωράκων και ζωνών
Draperius: έμπορος υφασμάτων
Faber: σιδηρουργός
Factor vantorum: κατασκευαστής γαντιών (qui facit vantos)
Filacanevus: κλώστης
Fornarius: φουρνάρης
Frenarius: χαληνοποιός
Galeotus: μέλος πληρώματος γαλέρας
Guardianus: φρουρός
Iardinarius: κηπουρός, καλλιεργητής οπωροφόρων δέντρων
Inferator: πεταλωτής
Iuparius: ράφτης (φούστες)
Laborator (καλλιεργητής): Πρόσωπο το οποίο διαμένει στην πόλη και στα προάστειά της και στην πηγή αναφέρεται ρητά ότι καλλιεργεί/«δουλεύει» (laboro, laborat) γη, ή πρόσωπο το οποίο συμβάλλεται με αγροδότη και αναλαμβάνει να μετακομίσει από την πόλη σε χωριό και να καλλιεργεί γη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Δεν χαρακτηρίζονται καλλιεργητές (γιατί θεωρείται αυτονόητο) οι βιλάνοι και ελεύθεροι αγρότες κάτοικοι των χωριών.
Marangonus: μαραγκός
Marescalcus: πεταλωτής, κτηνίατρος
Marinarius:ναυτικός
Medicus: γιατρός
Medicus cirologus: γιατρός χειρουργός
Medicus fisicus: γενικός γιατρός
Mercator: Έμπορος (μόνο όταν χαρακτηρίζεται στην πηγή ως τέτοιος)
Molendinarius: μυλωνάς
Murarius: χτίστης
Nauclerius: οδηγός σκάφους (πλοηγός)
Notarius: συμβολαιογράφος
Pancogolus, Panicoculus: πωλητής ψωμιού, φουρνάρης
Papas: ορθόδοξος ιερέας
Patronus navis: πλοιοκτήτης
Pelliparius/pellizarius: αυτός που ασχολείται με την επεξεργασία, κοπή και ραφινάρισμα δερμάτων, καθώς επίσης και με την επεξεργασία ή και ραφή γούνας
Pictor: ζωγράφος
Piscator: ψαράς
Presbiter: καθολικός ιερέας
Sartor: ράφτης
Scarpentarius: ξυλουργός (εξειδικευμένος σε μεγάλες κατασκευές όπως κάρα, ξύλινες μηχανές ή σκάφη)
Scriba/scribanus: γραφέας, γραμματικός
Scutellarius: αυτός που κατασκευάζει γαβάθες
Selarius: σαμαροποιός
Serviens:στρατιώτης
Servitor: υπηρέτης
Soror: μοναχή
Spatarius: κατασκευαστής σπαθιών
Specialis: φαρμακοποιός, πωλητής φαρμάκων και βοτάνων
Spezapetra/pelecanus: πελεκητής
Stationarius: έμπορος με εμπορικό κατάστημα (όχι μετακινούμενος)
Stenierus: κατασκευαστής δεξαμενών, στεγανοποιός ή γανωματής, χαλκωματάς
Storarius: κατασκευαστής ψάθας (ψαθάς)
Tabernarius: ταβερνιάρης (ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε ταβέρνα)
Textor/Textrix: υφαντής, υφάντρα
Tinctor: βαφέας
Venderigolus/la: πωλήτρια
Vilicus: επιστάτης αγροτικής κυρίως περιουσίας
Vosco: βοσκός

10. ΠΗΓΗ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Colleganza
Consilium Maius (απόφαση)
Consilium Minus (απόφαση)
Consilium Rogatorum (απόφαση)
Quarantia (gratia) (απόφαση)
Societas
Varnitio Ανάληψη/Καθορισμός
Αγοραπωλησία
Αιρετοκρισία
Αίτημα
Ακύρωση/Επιστροφή
Ανταλλαγή
Αντιδικία
Απελευθέρωση Απόφαση/Επιστολή δόγη
Απόφαση/Επιστολή δούκα
Βεβαίωση
Δάνειο
Δήλωση
Διαθήκη
Διακανονισμός
Δικαστική απόφαση
Δωρεά
Εγγύηση
Εκλογή/Διορισμός
Εξουσιοδότηση
Εξόφληση
Επένδυση
Επικύρωση
Επισκοπικό έγγραφο
Επιστολή
Κατανομή
Καταχώριση
Καταχώριση βιλάνου
Καταχώριση βουργεζίας
Καταχώριση φέουδου
Μαρτυρία/Κατάθεση
Μίσθωση
Μοναστηριακό έγγραφο
Ναύλωση
Οριοθέτηση
Παπικό έγγραφο
Παραχώρηση
Πληρεξούσιο
Προίκα
Προπώληση
Σύμβαση
Σύμβαση μαθητείας
Συμφωνία
Συναλλαγματική
Συνθήκη
Υποθήκη
Χειραφέτηση

11. ΤΟΠΟΣ - ΕΙΔΟΣ

Balneum: Λουτρό ή χώρος γενικότερα συγκέντρωσης νερού για διάφορες χρήσεις
Burgum: Προάστειο εκτός των τειχών μιας πόλης
Caput: Ακρωτήριο
Casale: Χωριό ως οικισμός με την περιφέρειά του
Casale comunis: Χωριό που ανήκει στο κράτος
Casaletum: Πολύ μικρός σε μέγεθος αγροτικός οικισμός, μικρότερος του χωριού (Casale)
Castellania: Διοικητική περιφέρεια με κέντρο ένα κάστρο και με επικεφαλής έναν καστελάνο. Περικλείει τα χωριά της περιφέρειάς της.
Castellum: Κάστρο ως στρατιωτική οχύρωση, έδρα του καστελάνου και κέντρο της καστελανίας. Τμήμα τειχών. Οχυρωμένος οικισμός.
Civitas: Η εντός των τειχών πόλη
Contrata: Γενικός όρος που χρησιμοποιείται στις πηγές για να ορίσει μια περιοχή στην πόλη ή στην ύπαιθρο.
Domus: Κατοικία στη γενική της έννοια, αλλά και χώρος φιλοξενίας καθολικών μοναχών. Ecclesia: Ορθόδοξος ή καθολικός ναός
Episcopatus: Επισκοπή ως γεωγραφική περιφέρεια
Flumen: Ποταμός
Fontana: Κρήνη σε αστικό ή αγροτικό περιβάλλον
Fossa: Αυλάκι και σε κάποιες περιπτώσεις και ρέμα
Grotta: Σπηλιά
Hospitale: Νοσοκομειακό ίδρυμα/ξενώνας
Insula: Νησί
Locus: Γενικός όρος, ο οποίος μπορεί να προσδιορίζει είτε τοπωνύμιο στην περιφέρεια ενός χωριού ή μιας πόλης, είτε ένα χωριό. Ως γενικός όρος χρησιμοποιείται στη Βάση Δεδομένων όταν δεν υπάρχει στην πηγή προσδιορισμός ενός τοπογραφικού ονόματος, θεωρώντας ότι εννοείται.
Millicia/cavallaria: Ο χώρος ενός φέουδου ίσου με μια καβαλαρία, ο οποίος κατονομάζεται ως τέτοιος στην πηγή.
Molendinum: Μύλος
Monasterium: Ορθόδοξη ή καθολική μονή
Mons: Βουνό
Partes: Ευρεία και ακαθόριστη περιφέρεια
Planum: Πεδιάδα
Portus: Λιμάνι, οργανωμένο αστικό ή μικρό και υποτυπώδες περιφερειακό
Puncta: Ακρωτήρι με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του ως μια μικρή χερσόνησος
Riachi: Ρυάκι
Risa: Φυσικό όριο μεταξύ μη τυπικών γεωγραφικών περιφερειών, όπως ήταν το δυτικό και ανατολικό τμήμα της Κρήτης, ή άλλες μικρότερες περιοχές. Συνήθως το όριο αυτό καθοριζόταν με βάση κάποια γεωφυσικά χαρακτηριστικά, όπως ένα βουνό ή ένας ποταμός.
Salina: Αλυκή
Scala: Φυσικό όριο μεταξύ μη τυπικών γεωγραφικών περιφερειών, όπως ήταν το δυτικό και ανατολικό τμήμα της Κρήτης, ή τυπικών περιφερειών, όπως ήταν τα τέσσερα διοικητικά διαμερίσματα. Συνήθως το όριο αυτό καθοριζόταν με βάση κάποια γεωφυσικά χαρακτηριστικά, όπως ένα βουνό ή ένας ποταμός.
Sexterium: Γεωγραφική μονάδα από ένα σύνολο έξι τέτοιων στις οποίες ήταν διαιρεμένο το διοικητικό διαμέρισμα του Χάνδακα (σημερινός νομός Ηρακλείου και οι τέως επαρχίες Μεραμπέλου και Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου). Χρησιμοποιείται κυρίως στα κτηματολόγια της περιοχής για να ορίσει μια περιφέρεια με τα φέουδα που περιλάμβανε, ή σε άλλα έγγραφα για να προσδιορίσει απλώς ακριβέστερα τη γεωγραφική θέση ενός τόπου.
Territorium: Διοικητικό διαμέρισμα, ένα από τα τέσσερα που ήταν διαιρεμένη η Κρήτη.
Turma: Μη διοικητικό, γεωγραφικό διαμέρισμα, κατάλοιπο της βυζαντινής τούρμας, στο οποίο ήταν διαιρεμένα τα διαμερίσματα της Κρήτης, εκτός από εκείνο του Χάνδακα. Ταυτίζεται με την τυπική καστελανία και χρησιμοποιείται, όπως αντίστοιχα τα σεξτέρια στο διαμέρισμα του Χάνδακα, στα κτηματολόγια της περιοχής για να ορίσει μια περιφέρεια με τα φέουδα που περιλάμβανε, ή σε άλλα έγγραφα για να προσδιορίσει απλώς ακριβέστερα τη γεωγραφική θέση ενός τόπου. Turris: Πύργος, είτε ως μέρος της οχύρωσης των τειχών ενός κάστρου, είτε ως πυργόσπιστο σε οικισμό ή στην ύπαιθρο.
Vallis: Κοιλάδα
Via: Οδός